λαγωῶν

λαγωῶν
λαγῶς
hare
masc gen pl
λαγωός
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαγῴων — λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare fem gen pl λαγῴ̱ων , λαγῷος of the hare masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MUSCUS — apud Hieronym. ad Iovinian. l. 2. Odoris autem suavitas et diversa thymiamata et amomum et cyphi et oenanthe et Muscus et peregrini muris pellicula: est Graecorum μόσχος, Latine etiam hinc moschus, qui per se odoramentum facit idque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίπερκνος — ἐπίπερκνος, ον και ἐπίπερκος, ον (Α) [περκνός] μαυρειδερός, μελανόχρωμος, κυρίως για σταφύλια που ωριμάζουν και ειδ. για το χρώμα μερικών λαγών («δύο τὰ γένη αὐτῶν [τῶν λαγωῶν] οἱ μὲν γὰρ μεγάλοι ἐπίπερκνοι», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • κάνδαυλος — και κάνδυλος και εσφ. γρ. κάνδυτος, ὁ (Α) είδος εδέσματος ή γλυκίσματος τών Λυδών, που παρασκευαζόταν με ποικίλους τρόπους («κάνδυλος διὰ λαγῴων καὶ γάλακτος καὶ τυροῡ καὶ μέλιτος πέμμα ἐδώδιμον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • κόλλαβος — ο (Α κόλλαβος) κλειδί ή στριφτάρι με το οποίο κουρδίζονται οι χορδές τών έγχορδων μουσικών οργάνων αρχ. είδος πίτας ή ψωμιού («ἐπείσφερε τοὺς ἀμύλους καὶ τοὺς κίχλας καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τὰς κολλάβους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”